- γρυτοπώλης
- γρῡτο-πώλης, ου, ὁ,A seller of small wares, Sch.Ar.Pl.17: written κρυτ-, BGU9i12 (iii A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γρυτοπώλης — γρυτοπώλης, ο (Μ) αυτός που πουλάει μικροεμπορεύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γρύτη + πώλης < πωλώ] … Dictionary of Greek
γρυτοπώλης — seller of small wares masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γρυτοπώλην — γρυτοπώλης seller of small wares masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γρυτάρης — γρυτάρης, ο (Μ) [γρύτη] ο γρυτοπώλης … Dictionary of Greek
ρυποπώλης — ὁ, Α πωλητής ψιλικών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥύπος + πώλης*. Η λ. αντί τού γρυτοπώλης*] … Dictionary of Greek